αγχιστεία

αγχιστεία
Η σχέση που ενώνει τους συγγενείς του ενός συζύγου με τους εξ αίματος συγγενείς του άλλου. Ο νόμος (άρ. 1357 του Αστικού Κώδικα) εμποδίζει τον γάμο ανάμεσα στους συγγενείς σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τρίτο βαθμό. Η α. εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου και δεν δημιουργεί κληρονομικά δικαιώματα.
* * *
(I)
ἀγχιστεῑα, τα (Α) [ἄγχιστος]
η εξ αίματος συγγένεια.
————————
(II)
η (Α ἀγχιστεία) [ἄγχιστος]
νεοελλ.
συγγένεια που προκύπτει από γάμο και ακριβέστερα η συγγένεια τού ενός από τους συζύγους προς τους συγγενείς τού άλλου, ή τών συγγενών και των δύο συζύγων μεταξύ τους, η κηδεστία*
αρχ.
1. η εγγύτατη, η πιο κοντινή, η εξ αίματος συγγένεια
2. δικαιώματα που προέρχονται από αυτή τη συγγένεια, κληρονομικά δικαιώματα
3. αποκλεισμός από κάποιο δικαίωμα λόγω καταγωγής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγχιστεία — ἀγχιστείᾱ , ἀγχιστεία close kinship fem nom/voc/acc dual ἀγχιστείᾱ , ἀγχιστεία close kinship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστεῖα — ἀγχιστεία close kinship neut nom/voc/acc pl ἀγχιστεῖα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστείᾳ — ἀγχιστείᾱͅ , ἀγχιστεία close kinship fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγχιστεία — η συγγένεια που δημιουργήθηκε από γάμο, από συμπεθεριό: Είναι συγγενείς από αγχιστεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγχιστείας — ἀγχιστείᾱς , ἀγχιστεία close kinship fem acc pl ἀγχιστείᾱς , ἀγχιστεία close kinship fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστείαν — ἀγχιστείᾱν , ἀγχιστεία close kinship fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχιστείων — ἀγχιστεία close kinship neut gen pl ἀγχιστεῖα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Родство —    • Άγχιστεία,          ближайшее кровное родство, как основание права наследования; круг такого родства простирался включительно до детей двоюродных братьев лица, оставляющего наследство …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀγχιστείαις — ἀγχιστεία close kinship fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγχιστος — ἄγχιστος, ον (Α) (υπερθ. τού ἄγχι*) 1. (για τόπο) πολύ κοντινός, πλησιέστατος 2. (για χρόνο) πρόσφατος, τελευταίος 3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγχιστοι οι στενοί συγγενείς 4. (ο εν. ή πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ ἄγχιστον ή τὰ ἄγχιστα α) πολύ κοντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”